ψάλλονται

ψάλλονται
ψάλλω
pluck
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευλογητάριο — το (Μ εὐλογητάριον) (κυρίως στον πληθ.) τα ευλογητάρια τα τροπάρια που ψάλλονται στον όρθρο και που αρχίζουν με τις λέξεις «εὐλογητός εἶ, Κύριε,...» (α. «ευλογητάρια αναστάσιμα» αυτά που ψάλλονται κατά τον όρθρο τής Κυριακής β. «ευλογητάρια… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικά — Τροπάρια τα οποία ψάλλονται κατά τη μεταπασχαλινή περίοδο. Από αυτά, τέσσερα ψάλλονται κάθε Σάββατο στον μεγάλο εσπερινό (μετά τα αναστάσιμα τροπάρια) και άλλα τέσσερα κάθε Κυριακή στον όρθρο (μετά τα αναστάσιμα τροπάρια των Αίνων). Τα ίδια… …   Dictionary of Greek

  • απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες …   Dictionary of Greek

  • Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… …   Wikipedia

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • απόδειπνο — Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • απόστιχα — τα (Μ ἀπόστιχα) εκκλ. τροπάρια του εσπερινού ή του όρθρου που ψάλλονται μετά την εκτενή …   Dictionary of Greek

  • διακονικός — ή, ό (AM διακονικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην υπηρεσία του 1. το ουδ. εν. ως ουσ. το διακονικό α) η δεξιά κόγχη τού Αγίου Βήματος β) το σκευοφυλάκιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακονικά όσα… …   Dictionary of Greek

  • δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”